-
1 καίνυμι
A overcome, [voice] Act. only in imper. καινύτω, μή σ' ἀπάτη φρένα κ. Emp.23.9:—elsewh. [full] καίνυμαι, surpass, excel, in [tense] impf., c. acc. pers. et inf. modi, ἐκαίνυτο φῦλ' ἀνθρώπων νῆα κυβερνῆσαι he surpassed mankind in steering, Od.3.282: c. dat. rei,ἥ ῥα γυναικῶν φῦλον ἐκαίνυτο.. εἰδεΐ τε μεγέθει τε Hes.Sc.4
: more freq. in [tense] pf. and [tense] plpf. κέκασμαι, ἐκεκάσμην, [dialect] Dor. κέκαδμαι, excel one in a thing, c. acc. pers. et dat. rei,ἐγχείῃ δ' ἐκέκαστο Πανέλληνας Il.2.530
; ; : c. inf. pro dat. rei, ὁμηλικίην ἐκέκαστο γνῶναι surpassed them all in knowledge, 2.158;ἐκέκαστο ἰθύνειν A.R.2.867
: c. dat. rei only, δόλοισι κεκασμένε excellent in wiles, Il.4.339; ;μαντοσύνῃ 9.509
, cf. Il.5.54; [ ἀγλαΐῃ]μετὰ δμῳῇσι κέκασσαι Od.19.82
; : c. gen., τῶν σε.. πλούτῳ τε καὶ υἱάσι φασὶ κεκάσθαι above all these (as if ἐκ τούτων), Il.24.546.II later, to be adorned, equipped,ἐλέφαντι ὦμον κεκαδμένον Pi.O.1.27
; φρουραῖς κέκασται is well furnished with.., E.El. 616; ;μῦθος ἀληθείῃ κέκασται AP3.18.1
(Inscr. Cyzic.): abs., εὖ κεκας μένον δόρυ a well-armed band, A.Eu. 766. -- Poet. word (Pl.R. 334b is borrowed from Od.19.395; κεκασμένος etym. ofκεστός Corn.ND24
.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καίνυμι
-
2 καίνυμαι
καίνυμαι, ipf. ἐκαίνυτο, perf. 2 sing. κέκασσαι, 3 κέκασται, inf. κεκάσθαι, plup. (ἐ) κέκαστο: excel, w. acc., ἐκαίνυτο φῦλ' ἀνθρώπων | νῆα κυβερνῆσαι, Od. 3.282; ἐγχείῃ δ' ἐκέκαστο Πανέλληνας καὶ Ἀχαιούς, Il. 2.530; mostly w. dat. of the thing and prep. governing the person, ἐν Δαναοῖσι, μετὰ δμωῇσι, πᾶσαν ἐπ' αἶαν, Od. 4.725, τ , Od. 24.509; gen. of person, Il. 24.546 ; ἐπί with dat. of thing, Il. 20.35.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καίνυμαι
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский